- υιωνή
- ἡ, ΜΑβλ. υἱωνός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υἱωνή — grandson fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱωνῶν — υἱωνή grandson fem gen pl υἱωνός grandson masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υιωνυαία — ἡ, ΜΑ [υἱωνή] η εγγονή … Dictionary of Greek
υιωνός — και ὑωνός και υἱωνεύς, έως, ὁ, θηλ. υἱωνή, ΜΑ, και ως θηλ. υἱωνός, ἡ, Μ ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱος + επίθημα ωνός, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. οἰ ωνός, χελ ώνη) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (πρβλ.… … Dictionary of Greek
υἱωνῆς — υἱωνεύς masc nom pl υἱωνεύς masc nom/voc pl υἱωνή grandson fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)